χριστοτρίκλινον

χριστοτρίκλινον
τὸ, Α
εκκλ. το τρίκλινο τού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + τρίκλινον «αίθουσα φαγητού, τραπέζι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”